- όσμιο(ν)
- το хим. осмий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όσμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Os ανήκα στην ογδόη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 76, ατομικό βάρος 190,2 και επτά σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση πάντοτε με άλλα στοιχεία της αυτής ομάδας και ειδικά το ιρίδιο … Dictionary of Greek
οσμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσμιο. Η λ. στον τ. τού ουδ. οσμικόν (οξύ) μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ] … Dictionary of Greek
ευγενή μέταλλα — Είναι τα μέταλλα χρυσός, άργυρος, λευκόχρυσος και τα μέταλλα της ομάδας του λευκόχρυσου (ιρίδιο, όσμιο, παλλάδιο, ρόδιο και ρουθήνιο), που οφείλουν την ονομασία τους στη μεγάλη χημική σταθερότητά τους. Επιπλέον, ο χρυσός, ο άργυρος και ο… … Dictionary of Greek
λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από … Dictionary of Greek
πλουτώνιο — Χημικό στοιχείο, που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των υπερουρανικών ακτινιδών. Εχει σύμβολο Pu και ατομικό αριθμό 94. Απομονώθηκε και παρασκευάστηκε από τον Κένεντι Μακ Μίλαν, τον Σίμποργκ και τον Βαλ του… … Dictionary of Greek